- Κωπῶν
- Κώπαιfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωπῶν — κώπη handle fem gen pl κωπάω pres part act masc voc sg κωπάω pres part act neut nom/voc/acc sg κωπάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κωπάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτυσμα — το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ το αποτέλεσμα τού πλατύνω 2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο νεοελλ. 1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών 2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα» ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως … Dictionary of Greek
τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek